- φωτίγγιον
- φωτίγγιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτίγγιον — τὸ, ΜΑ [φῶτιγξ, φώτιγγος] 1. υποκορ. τού φῶτιγξ* 2. (κατά τον Ζωναρ.) «ὄρνεον» … Dictionary of Greek
φωτιγγίῳ — φωτίγγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτίγγια — φωτίγγιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)